Η ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

Καλογιαννίδου Ειρήνη

Ιατρός, Συνεργάτης Νεφρολογικού Τμήματος Κομοτηνής, 15.18.2004

 

Εισαγωγή-Επιδημιολογία

H παχυσαρκία αποτελεί μια χρόνια διαταραχή του μεταβολισμού, που σχετίζεται με αντίσταση στην ινσουλίνη, αρτηριακή υπέρταση και διαταραχές των λιπιδίων (αυξημένα τριγλυκερίδια και ελαττωμένη HDL-χοληστερόλη). Το σύνολο των παραπάνω αποτελούν το μεταβολικό σύνδρομο, κυριότερη συνέπεια του οποίου είναι η αρτηριοσκλήρυνση και η καρδιαγγειακή νόσος. Η παχυσαρκία έχει χαρακτηριστεί ως “επιδημία” του σύγχρονου και όχι μόνο πολιτισμού, αφού οι ρυθμοί με τους οποίους αυξάνεται έχουν πάρει μεγάλες διαστάσεις. Το 60% περίπου των Αμερικανών είναι υπέρβαροι (δείκτης μάζας σώματος [BMI]>25 Κg/m2) ή παχύσαρκοι (ΒΜΙ>30).Στην Ευρώπη την τελευταία 10ετία παρατηρείται αύξησή της κατά 10-40% και πιο συγκεκριμένα το 10-20% των ανδρών και το 10-25% των γυναικών είναι παχύσαρκοι. Ακόμα και στην Αφρική, από μελέτες που έγιναν σε ορισμένες περιοχές, αποδείχθηκε ότι υπάρχει αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας κυρίως μεταξύ των μαύρων γυναικών, συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών ομάδων. Τέλος στις Ανατολικές χώρες μεγαλύτερο ποσοστό παχυσαρκίας εμφανίζουν οι γυναίκες (Μέση Ανατολή, Κίνα) ενώ στην Ιαπωνία οι παχύσαρκοι άντρες διπλασιάστηκαν από το 1982.

Η παχυσαρκία σχετίζεται με την ηλικία, το φύλο, την φυλή και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Στις ΗΠΑ υπερέχουν οι γυναίκες με 35% μεταξύ 55-64 ετών έναντι των ανδρών με 31% και ηλικίες 65-74. Μεγάλα ποσοστά παχυσαρκίας εμφανίζονται μεταξύ ατόμων χαμηλού μορφωτικού και κοινωνικοοικονομικού επιπέδου και μεταξύ ατόμων της μαύρης φυλής συγκριτικά με την λευκή. Πρώην καπνιστές είναι συχνότερα παχύσαρκοι από καπνίζοντες και από άτομα που δεν κάπνισαν ποτέ.

Παθογένεια

Οι αιτίες του φαινομένου αυτού σχετίζονται με γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Έχει βρεθεί ότι μεταλλάξεις στο γονίδιο της παχυσαρκίας έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του βάρους στα ποντίκια. Κατά την κλωνοποίηση του γονιδίου απομονώθηκε μια πρωτεΐνη, η λεπτίνη, που παράγεται από τα λιπώδη κύτταρα και σχετίζεται με την ρύθμιση του μεταβολισμού και τις επιπτώσεις της παχυσαρκίας στον οργανισμό. Από μελέτες που έχουν γίνει προέκυψε ότι η κληρονομικότητα ευθύνεται κατά 33% για την εμφάνιση παχυσαρκίας στα παιδιά που προέρχονται από παχύσαρκους γονείς.

Ευθύνη φέρει και το νέο πρότυπο ζωής που προβάλλεται στις αναπτυγμένες χώρες. Η καθιστική ζωή και ο περιορισμός οποιασδήποτε μορφής άσκησης, σε συνδυασμό με την κακή διατροφή, που περιλαμβάνει αυξημένη κατανάλωση ”πρόχειρου” φαγητού πλούσιου σε λιπαρά, οδηγούν σε αύξηση του σωματικού βάρους. Η εγκυμοσύνη αποτελεί άλλον ένα σημαντικό λόγο αύξησης του σωματικού βάρους για ορισμένες γυναίκες, αφού το 15% αυτών ζυγίζει 9 Kg περισσότερο ανά κάθε κύηση. Φάρμακα (π.χ. στεροειδή, αντικαταθλιπτικά, βενζοδιαζεπίνες, αντιψυχωτικά) και ενδοκρινικά προβλήματα (π.χ. υποθυρεοειδισμός, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, σύνδρομο Cushing), ενοχοποιούνται για παχυσαρκία, όπως και ψυχολογικοί παράγοντες (προβλήματα, κακή διάθεση) που μπορεί να οδηγήσουν σε βουλιμία και στο σύνδρομο κατανάλωσης τροφής κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Επιπτώσεις

Η παθολογική αύξηση του σωματικού βάρους δημιουργεί σοβαρά προβλήματα υγείας στα ίδια τα άτομα και κατ’ επέκταση κοινωνικοοικονομικά προβλήματα στο σύνολο. Η αύξηση του λιπώδους ιστού προκαλεί αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης, η οποία αποτελεί την αιτία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, που με την μικρο- και μακροαγγειοπάθεια που προκαλεί, δημιουργεί βλάβες στα αγγεία, την καρδιά και τους νεφρούς. Δεύτερον προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης διαμέσου αύξησης του τόνου του Συμπαθητικού Νευρικού Συστήματος, διέγερσης του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης και κατακράτησης Νa και Η2Ο από τους νεφρούς και διαμέσου αύξησης της παραγωγής λεπτίνης από τα λιποκύτταρα. Τα παραπάνω βλάπτουν τόσο το καρδιαγγειακό σύστημα όσο και τους νεφρούς. Η αντίσταση στην ινσουλίνη αποτελεί από μόνη της ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου αθηροσκλήρωσης και καρδιαγγειακής νόσου. Επιβαρυντική τέλος είναι και η διαταραχή των λιπιδίων λόγω του αυξημένου λιπώδη ιστού, με συνέπεια αθηρoσκληρωτικές αλλοιώσεις στα αγγεία. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν την ύπαρξη αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου και κατ’ επέκταση αυξημένο κίνδυνο πρόωρων θανάτων.

Ακόμη, οι παχύσαρκοι αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα. Κυρίαρχα είναι η άπνοιες κατά τον ύπνο και το σύνδρομο Pickwick. Οι άπνοιες χαρακτηρίζονται από πολλαπλές διακοπές της αναπνοής (διάρκειας δευτερολέπτων) κατά τη διάρκεια του ύπνου και σχετίζονται με αυξημένο ποσοστό καρδιακών ανακοπών. Το δεύτερο χαρακτηρίζεται από διαταραχές της αναπνοής που οδηγούν σε υπερκαπνία και υποξία και σχετίζεται με πρόωρους θανάτους. Συχνά είναι και τα μυοσκελετικά προβλήματα, ιδιαίτερα των κάτω άκρων, λόγω του επιπλέον βάρους. Η παχυσαρκία όταν συνδυάζεται με ορμονικές διαταραχές (π.χ. σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών ή σύνδρομο Cushing) μπορεί να ενοχοποιηθεί και για διαταραχές γονιμότητας. Τέλος αυξημένο είναι και το ποσοστό κακοηθειών μεταξύ παχύσαρκων ατόμων.

Επακόλουθο όλων αυτών των οργανικών προβλημάτων είναι τα ψυχολογικά προβλήματα. Στην πλειοψηφία τους τα παχύσαρκα άτομα έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, αφού η εξωτερική τους εμφάνιση δεν είναι ευχάριστη και ελκυστική αλλά αποκρουστική. Απέχουν πολύ από τα πρότυπα ανδρών και γυναικών που προβάλλονται και αυτό προκαλεί άγχος και κακοδιαθεσία μέχρι και κατάθλιψη. Έτσι, οδηγούνται σε έναν τρόπο ζωής κακής ποιότητας, εμφανίζουν αρνητική συμπεριφορά σχετικά με την υγεία τους αλλά και την εργασία τους, μειώνοντας την απόδοσή τους και τελικά απομονώνονται από το κοινωνικό σύνολο.

Φαίνεται λοιπόν ότι η παχυσαρκία, με ό,τι άλλο συνεπάγεται, σαν σύνδρομο, έχει στην κοινωνία οικονομικές επιπτώσεις. Αφενός, με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω οδηγούν σε μειωμένη αποδοτικότητα στον εργασιακό τομέα και αφ’ ετέρου με το γεγονός ότι η φροντίδα της παχυσαρκίας αντιστοιχεί στο 2-8% των συνολικών δαπανών που καταναλώνονται για την υγεία στις Δυτικές Χώρες, ποσό που είναι ίσο με το συνολικό κόστος που δαπανάται για τη θεραπεία του καρκίνου.

Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας βελτιώνει τις φυσικές, μεταβολικές, ενδοκρινικές και ψυχολογικές διαταραχές γρήγορα. Απώλεια βάρους 5-10% του συνολικού βελτιώνει την αρτηριακή πίεση, την υπερλιπιδαιμία και τον διαβήτη και κατ’ επέκταση τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο και θνητότητα. Σε μία μελέτη 12 ετών που έγινε στις ΗΠΑ βρέθηκε ότι μείωση του βάρους κατά 0,5-9 Κg σε υπέρβαρες γυναίκες σχετίστηκε με μείωση της θνητότητας κατά 20%, μείωση της θνητότητας παχύσαρκων από καρκίνους κατά 40-50% και μείωση των θανάτων από διαβήτη 30-40%.

Αντιμετώπιση

Η θεραπεία πρέπει να περιλαμβάνει αρχικά διατροφικές οδηγίες–δίαιτα. Αλλαγή των διατροφικών συνηθειών με λήψη σύνθετων υδατανθράκων (π.χ. φρούτα, λαχανικά, ψωμί, δημητριακά, ζυμαρικά) και περιορισμό λήψης απλών υδατανθράκων και λιπαρών τροφών. Δίαιτες που βασίζονται στη λήψη 400-800 Κcal/ημέρα δεν αποδίδουν, αφού τα άτομα επανακτούν το βάρος τους μετά τη διακοπή τους. Μέρος της θεραπείας αποτελεί και η αλλαγή συμπεριφοράς. Ελάττωση της συχνότητας και ποσότητας του φαγητού και περιορισμός στην αγορά φαγώσιμων χωρίς θρεπτική αξία (snacks). Είναι σημαντικό ο “ασθενής” να έχει αυτοέλεγχο και να αντιστέκεται σε πειρασμούς και λιχουδιές. Τέλος η κάθε είδους άσκηση πρέπει να γίνει τρόπος ζωής και να αντικαταστήσει το μοντέλο της καθιστικής ζωής και της πολύωρης παρακολούθησης τηλεόρασης.

Βοήθεια στην παραπάνω προσπάθεια προσφέρει η φαρμακευτική αγωγή πού είναι απαραίτητη σε άτομα που έχουν κάνει αποτυχημένες προσπάθειες και έχουν συνοδές παθήσεις με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η δράση των φαρμάκων αυτών σχετίζεται, είτε με περιορισμό της όρεξης, είτε με δέσμευση ποσότητας λίπους που καταναλώνεται. Παρά την προκατάληψη που υπάρχει γι’ αυτά, είναι απαραίτητα για να επιτευχθεί η απώλεια βάρους που θέλουμε και κυρίως για να διατηρηθεί, ώστε να περιοριστούν οι κίνδυνοι που προαναφέρθηκαν.

Έσχατη λύση για την απώλεια βάρους αποτελεί η χειρουργική επέμβαση, σε άτομα με σοβαρή παχυσαρκία (ΒΜΙ>40) και συνοδές επιπλοκές απειλητικές για τη ζωή τους. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι τοποθέτηση γαστρικού δακτυλίου και γαστρικό by pass για περιορισμό του όγκου του στομάχου. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά αφού σε διάστημα 2 ετών η απώλεια βάρους μπορεί να αγγίξει και τα 40-60 Kg με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου. Οι επιπλοκές είναι ελάχιστες (<10%) και η περιεγχειρητική θνητότητα είναι <1%.