Απώλεια ακοής από ατορβαστατίνη
Liu M, Alafris A, Longo AJ, Cohen H. Irreversible atorvastatin-associated hearing loss. Pharmacotherapy 32(2), e27-34 (Feb 2012)
Η ωτοτοξικότητα που σχετίζεται με φάρμακα είναι δυνητικά μη αναστρέψιμη ανεπιθύμητη ενέργεια. Μεταξύ των αρκετών στατινών που είναι διαθέσιμες, μόνο η ατορβαστατίνη συνδέεται με εμβοές, αλλά μία δεν συνδέεται με οποιαδήποτε μορφή απώλειας της ακοής. Μία έρευνα της δημοσιευμένης βιβλιογραφίας (από 1950- 2011) δεν έδειξε περίπτωση ωτοτοξικότητας που σχετίζεται με τις στατίνες. Από τους ερευνητές, περιγράφεται η πρώτη περίπτωση προοδευτικής και μη αναστρέψιμη απώλειας της ακοής σ’ ένα 32χρονο άνδρα 18 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με ατορβαστατίνη. Ξεκίνησε τη λήψη ατορβαστατίνης 20 mg κάθε βράδυ για τη θεραπεία της υπερχοληστερολαιμίας. Έξι μήνες αργότερα παραπονέθηκε περιστασιακά για επεισόδια εμβοών, οι οποίες υποχώρησαν αυτόματα. Έγινε ακουόγραμμα και ήταν φυσιολογικό. Στους 18 μήνες, οι εμβοές έγιναν συνεχείς. Ένα άλλο ακουόγραμμα έδειξε απώλεια της ακοής σε ήχους μέσης συχνότητας. Η ατορβαστατίνη διακόπηκε αμέσως και ο ασθενής φόρεσε ακουστικά βαρηκοΐας. Τέσσερα χρόνια μετά τη διακοπή του φαρμάκου, απώλεια ακοής δεν προχώρησε, ούτε βελτιώθηκε.
Χρήση της κλίμακας ανεπιθύμητων Naranjo έδειξε ότι η πιθανότητά της να γίνει από το φάρμακο πήρε βαθμολογία 2 και έδειξε ότι υπήρχε αιτιώδης σχέση μεταξύ της απώλειας ακοής του ασθενούς και της ατορβαστατίνης. Αιτίες απώλειας ακοής σε ήχους μέσης συχνότητας περιλαμβάνει τη χρόνια έκθεση σε δυνατούς θορύβους, την πρεσβυακοΐα, την γενετική προδιάθεση και τα φάρμακα. Η συγκεκριμένη φαρμακοβιομηχανία έχει λάβει τρεις αδημοσίευτες περιπτώσεις κώφωσης, αλλά παρ’ όλα αυτά ισχυρίζεται ότι η αιτιώδης σχέση δεν είναι τεκμηριωμένη.
Παρά τους ισχυρισμούς αυτούς από τον κατασκευαστή, προτείνεται ότι οι κλινικοί γιατροί και οι ασθενείς πρέπει να γνωρίζουν τον κίνδυνο δημιουργία εμβοών στα αυτιά από τη χρήση της ατορβαστατίνης, όπως και την μόνιμη απώλεια της ακοής. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να γίνει κατανοητός καλύτερα ο μηχανισμός και η συχνότητα αυτής της ανεπιθύμητης ενέργειας.
Οι μικρές δόσεις ατορβαστατίνης μειώνουν την αρτηριακή πίεση
Kanaki et al. Low-dose atorvastatin reduces ambulatory blood pressure in patients with mild hypertension and hypercholesterolaemia: a double-blind, randomized, placebo-controlled study. J Hum Hypertens (Sep 2011)
Μεταξύ των πολλών ευεργετικών καρδιαγγειακών δράσεων των στατινών, πειραματικές μελέτες έχουν δείξει ότι αυτές μπορεί επίσης να προκαλέσουν μία ήπια μείωση της αρτηριακής πίεσης. Ωστόσο, τα κλινικά στοιχεία ήταν αμφιλεγόμενα και το πιθανό υποτασικό αποτέλεσμα από στατίνη παραμένει αβέβαιο. Αυτή η μελέτη διερεύνησε την επίδραση της ατορβαστατίνης στην περιπατητική αρτηριακή πίεση, σε ασθενείς με ήπια υπέρταση και υπερχοληστερολαιμία.
Πενήντα ασθενείς με ήπια υπέρταση και υπερχοληστερολαιμία συμμετείχαν σ’ αυτή τη διπλή-τυφλή, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν είτε σε 10 mg ατορβαστατίνης ή εικονικό φάρμακο για 26 εβδομάδες. Κατά την έναρξη και το τέλος της μελέτης (σε 26 εβδομάδες), παρακολουθήθηκε η περιπατητική αρτηριακή πίεση και έγινε δειγματοληψία αίματος για τον προσδιορισμό των βασικών βιοχημικών παραμέτρων, όπως επίσης καταγράφηκαν και οι παράμετροι ασφάλειας του φαρμάκου σ’ όλους τους συμμετέχοντες.
Η ατορβαστατίνη μείωσε σημαντικά την 24ωρη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Οι μειώσεις της συστολικής και διαστολικής πίεσης κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης ήταν επίσης εμφανής στην ατορβαστατίνη, αλλά όχι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Η μείωση της αρτηριακής πίεσης με την ατορβαστατίνη ήταν σταθερή, τόσο την ημέρα, όσο και τη νύχτα. Αυτή η μελέτη έδειξε μία ήπια, αλλά σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου μείωση της αρτηριακής πίεσης με την ατορβαστατίνη, σε ασθενείς με ήπια υπέρταση και υπερχοληστερολαιμία. Αυτή η ευεργετική επίδραση της ατορβαστατίνης στην αρτηριακή πίεση μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα άλλο μονοπάτι μέσω του οποίου αυτή η κατηγορία φαρμάκων παρέχει μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Στατίνες στην κλινική ιατρική πράξη
Rutishauser J. Statins in clinical medicine. Swiss Medical Weekly 141 w13310 (2011)
Οι στατίνες αναστέλλουν τη βιοσύνθεση της χοληστερίνης. Κύριο αποτέλεσμα της δράσης τους είναι η μείωση των κυκλοφορούντων επιπέδων της LDL-χοληστερόλης, η οποία μεταφράζεται σε ~20% σχετική μείωση των μεγάλων αγγειακών και των στεφανιαίων επεισοδίων και της θνητότητας ανά mmol/L μείωσης της LDL-χοληστερόλης που θα επιτευχθεί. Οι στατίνες είναι αποτελεσματικές στην πρόληψη του πρώτου καρδιαγγειακού συμβάματος, αλλά η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας της πρωτογενούς πρόληψης παραμένει αμφιλεγόμενο.
Στην πρωτογενή ιδιαίτερα πρόληψη, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της θεραπείας με στατίνη θα πρέπει να σταθμίζονται με την εξέταση συγκεκριμένων περιστάσεων της ζωής του ασθενή και την εκτίμηση του ατομικού καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως προβλέπεται. Δεδομένου ότι ο σακχαρώδης διαβήτης ενέχει υψηλό κίνδυνο, ακόμη και επί απουσίας γνωστής στεφανιαίας νόσου, η θεραπεία με στατίνες γενικά ενδείκνυται σ’ αυτούς τους ασθενείς.
Δεν υπάρχει κατώτερο όριο της LDL που καθορίζουν το όριο του οφέλους από τη θεραπείας. Μάλλον, τα επίπεδα στόχου της LDL-χοληστερόλης πρέπει να καθοριστούν σύμφωνα με τις ατομικές ανάγκες του καρδιαγγειακού κινδύνου. Εάν δεν ληφθούν τα αναγκαία μέτρα προφύλαξης λ.χ. λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, τη συννοσηρότητα και την συν-φαρμακευτική αγωγή κατά την επιλογή της δόσης, οι στατίνες είναι καλά ανεκτές και ασφαλείς, όπως αποδείχτηκε από πολλές τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες και μετα-αναλύσεις. Εάν ένας ασθενής δεν θα ανεχτεί μία δόση στατίνης που είναι απαραίτητη για την επίτευξη του στόχου ή το επίπεδο της LDL-χοληστερόλης της, μπορεί να προστεθεί εζετιμίμπη.
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι στατίνες μεταβάλλουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Παρά τις πρόσφατες ενδείξεις ότι η θεραπεία με στατίνες σχετίζεται με ένα μικρό κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη, αυτό το μειονέκτημα αντισταθμίζεται από τα αγγειακά οφέλη. Οι στατίνες έχουν πλειοτροπικές επιδράσεις, όπως και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Είναι ακόμη υπό συζήτηση σε ποιο βαθμό οι επιπτώσεις μεταφράζονται σε μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου πέραν της παρεχομένης από την μείωση της LDL-χοληστερόλης.