Η σημασία του νεφρού στη ζωή μας
Μαυροματίδης Κώστας
Δ/ντής Νεφρολογικού Τμήματος Κομοτηνής, 10.04.2005
Ποιες είναι οι φυσιολογικές λειτουργίες του νεφρού;
1. Είναι υπεύθυνος για την απομάκρυνση από τον οργανισμό των τοξικών και βλαβερών ουσιών που παράγονται καθημερινά. Μεταξύ αυτών των ουσιών είναι η γνωστή σε όλους μας ουρία, η κρεατινίνη, το ουρικό οξύ και άλλες πολλές που γνωρίζουμε την φύση τους ή και που δεν την γνωρίζουμε.
2. Είναι υπεύθυνος για τη ρύθμιση της ισορροπίας του νερού. Δηλαδή ρυθμίζει το πόσο νερό θα κρατήσει ο οργανισμός και το πόσο θα αποβάλλει, έτσι ώστε ούτε αφυδατωμένος να είναι, αλλά ούτε και με οιδήματα.
3. Ρυθμίζει την οξεοβασική ισορροπία σε πολύ μεγάλο βαθμό (από αυτόν αποβάλλονται τα οξέα και οι βάσεις που παράγονται καθημερινά και πλεονάζουν στον οργανισμό μας). Η λειτουργία αυτή είναι πολύ σημαντική, αφού αν ξεφύγει η ισορροπία αυτή από ορισμένα στενά όρια, τότε τίποτε πλέον δεν λειτουργεί φυσιολογικά (όλα τα κύτταρα του οργανισμού λειτουργούν σε συγκεκριμένο περιβάλλον οξύτητας).
4. Παράγει ορμόνες, όπως την ερυθροποιητίνη, την ρενίνη και άλλες, αλλά και την βιταμίνη D.
Ερυθροποιητίνη : Παράγεται από τους νεφρούς και έχει σαν στόχο της την διέγερση του μυελού των οστών για παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων (αίματος). Αυτό σημαίνει ότι η ορμόνη αυτή είναι υπεύθυνη για την παραγωγή αίματος και άρα αν λείπει ο άρρωστος θα έχει αναιμία και όλα τα επακόλουθά της (εύκολη κούραση, ανορεξία, μειωμένη διάθεση για sex, ταχύπνοια, μη ανοχή στο κρύο κ.ά).
Σημειώνεται ότι η αναιμία της νεφρικής ανεπάρκειας είναι πιθανότατα η σημαντικότερη επιπλοκή της. Αυτό συμβαίνει επειδή η αιμοσφαιρίνη έχει σαν σκοπό της την μεταφορά οξυγόνου στα κύτταρα και την μεταφορά από αυτά διοξειδίου του άνθρακα στους πνεύμονες (για αποβολή) και άλλων άχρηστων στοιχείων του μεταβολισμού τους (οξέα).
Η ερυθροποιητίνη έγινε δυνατό να παραχθεί από διάφορες βιομηχανίες το 1980 και εφαρμόσθηκε σε αρρώστους για θεραπευτικούς σκοπούς ευρύτατα από το 1987. Παράγεται από ανασυνδυασμό του DNA ανθρώπων. Χορηγείται στους νεφροπαθείς με ενέσεις στο δέρμα (υποδόρια) ή και στη φλέβα (ενδοφλέβια) στο τέλος της αιμοκάθαρσης.
Μερικοί άρρωστοι δεν απαντούν καλά στη δόση ερυθροποιητίνης που τους χορηγείται. Αυτοί συνήθως έχουν λοιμώξεις, δεν κάνουν καλή κάθαρση, δεν έχουν ικανοποιητικά επίπεδα σιδήρου, φυλλικού οξέος ή βιταμίνης Β12 στον οργανισμό τους ή έχουν την νεφρική οστική νόσο. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν τρόποι να δοθεί τελικά λύση και να υπάρξει απάντηση στη χορηγούμενη δόση ερυθροποιητίνης.
Η χρήση της ερυθροποιητίνης έχει ορισμένες παρενέργειες, όπως ότι μπορεί να ανεβάσει την πίεση του αρρώστου ή να απορυθμίσει την πίεση ρυθμισμένων ατόμων. Μπορεί ακόμη να ανεβάσει λίγο το κάλιο στο αίμα.
Ρενίνη : Η ρενίνη είναι μία ορμόνη, που παράγεται μεταξύ άλλων και στους νεφρούς και ευθύνεται για τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης. Από την παρουσία της εξαρτάται η παραγωγή και άλλων ορμονών, όπως της αγγειοτασίνης ΙΙ και της αλδοστερόνης. Η πρώτη είναι η πιο αγγειοσυσπαστική ουσία του οργανισμού, ενώ η δεύτερη είναι πολύ σημαντική στη ρύθμιση του ισοζυγίου του νατρίου και του νερού.
Βιταμίνη D : Στους νεφρούς γίνεται μία τελική αντίδραση από την οποία παράγεται το τελικό δραστικό μόριο της βιταμίνης D (προηγείται το ήπαρ στο οποίο επίσης γίνεται μία άλλη αντίδραση). Έτσι αν δεν υπάρχει φυσιολογικός νεφρός, δεν σχηματίζεται το δραστικό μόριο της βιταμίνης D (παράγεται ένα λιγότερο δραστικό) και έτσι αρχίζουν οι επιπτώσεις της έλλειψής της (χαμηλό ασβέστιο και αυξημένος φωσφόρος ορού, κακή ασβέστωση οστών). Η βιταμίνη D μεταξύ άλλων είναι υπεύθυνη για την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο και για την τοποθέτησή του στα κόκαλα (από αυτήν εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό η ασβέστωση των κόκαλων).
Σε νεφρική ανεπάρκεια λόγω της μείωσης του ασβεστίου του ορού (εξ αίτιας της αύξησης του φωσφόρου, που το παίρνουμε με τις τροφές και δεν έχουμε τη δυνατότητα να τον αποβάλλουμε με τους νεφρούς μας που είναι πλέον ανεπαρκείς), διεγείρεται η παραγωγή της παραθορμόνης από τους παραθυρεοειδείς αδένες που βρίσκονται στο λαιμό (πάνω στον θυρεοειδή αδένα), η οποία έχει σαν σκοπό της την αύξηση του ασβεστίου του ορού (το παίρνει από τα κόκαλα). Η δράση αυτή της παραθορμόνης καταστρέφει τα κόκαλα και παράλληλα δεν απαλλάσσει τον οργανισμό από το χαμηλό ασβέστιο του ορού (φαύλος κύκλος). Τελικά φθάνουμε να έχουμε υπερπαραθυρεοειδισμό και να χρειαζόμαστε χειρουργικές επεμβάσεις (παραθυρεοειδεκτομές).
Ο υπερπαραθυρεοειδισμός αρχίζει όταν η κρεατινίνη του ορού είναι 2-3 mg/dl, δηλαδή πολύ νωρίς στην πορεία της νεφρικής ανεπάρκειας. Αυτό σημαίνει ότι πολύ έγκαιρα πρέπει να παρακολουθούμε τα επίπεδα του ασβεστίου και φωσφόρου του ορού για να παρέμβουμε.
Το πρόβλημα του υπερπαραθυρεοειδισμού λύνεται (περιορίζεται) όταν ο άρρωστος προσέχει τη δίαιτά του (τρώγοντας κυρίως λιγότερα γαλακτοκομικά προϊόντα, ξηρούς καρπούς, αυγά και κρεατικά), έτσι ώστε να μην αυξάνεται ο φώσφορός του ορού του (εκτός των άλλων ο υψηλός φώσφορος ευθύνεται μάλλον και για τον κνησμό που έχουν οι νεφροπαθείς). Η δίαιτα αυτή επιβάλλεται επειδή ο υψηλός φώσφορος ευθύνεται για μείωση του ασβεστίου του ορού, γεγονός που σημαίνει ότι τότε θα διεγερθεί η παραγωγή παραθορμόνης και άρα θα οδηγηθούμε σε υπερπαραθυρεοειδισμό. Εκτός όμως από τη δίαιτα ο νεφροπαθής χρειάζεται να παίρνει τα δεσμευτικά του φωσφόρου (pepsamar, alucap, titralac, calcioral, renagel κ.α.) στη σωστή δόση (την ορίζει ο γιατρός) και στο σωστό χρόνο (στο μέσο των γευμάτων), έτσι ώστε να μειωθεί όσο γίνεται περισσότερο η ποσότητα φωσφόρου που θα απορροφηθεί από το έντερο και θα φθάσει στο αίμα. Σημειώνεται ότι ο φώσφορος δεν μπορεί να φύγει σε μεγάλες ποσότητες από το φίλτρο με την αιμοκάθαρση.
Ο υπερπαραθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται με διάφορους τρόπους. Πρώτα απ’ όλα με εντατικοποίηση των μέτρων κατά της αύξησης του φωσφόρου στον ορό (μείωση πρόσληψης με τις τροφές, αύξηση της δέσμευσης με τα δεσμευτικά του και εντατικοποίηση της κάθαρσης). Δεύτερον με χορήγηση βιταμίνης D (εμποδίζει και θεραπεύει περιπτώσεις υπερπαραθυρεοειδισμού). Τρίτον με παραθυρεοειδεκτομή (αφαίρεση όλων των παραθυρεοειδών, πλην ενός μικρού τμήματος ενός από αυτούς, τον οποίο και αφήνουμε στη θέση του, αφού τον σημαδέψουμε ή και τον μετεμφυτεύουμε αλλού [δελτοειδής μυς η κοιλιακό τοίχωμα]).