Posted on Οκτ 18, 2017 | 0 comments

Αρτηριακή υπέρταση

Μαυροματίδης Κώστας

Δ/ντής Νεφρολογικού Τμήματος Κομοτηνής, 21.02.2017

 

Αρτηριακή πίεση είναι η δύναμη με την οποία το αίμα φτάνει στις περιφερικές αρτηρίες και διακρίνεται σε συστολική (μεγάλη) και διαστολική (μικρή). Ως υπέρταση ορίζεται η συστολική πίεση >139 mmHg και η διαστολική >90 mmHg.

Η αρτηριακή πίεση δεν είναι σταθερή και παρουσιάζει διακυμάνσεις προς τα πάνω ή προς τα κάτω κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συνήθως είναι υψηλότερη τις πρωινές ώρες και μειώνεται προοδευτικά.

Ποια πιεσόμετρα είναι τα ιδανικά για τη μέτρηση της αρτηριακή πίεσης; Τα υδραργυρικά θεωρούνται πιο αξιόπιστα, αλλά για μετρήσεις στο σπίτι προτιμούνται τα αυτόματα ηλεκτρονικά πιεσόμετρα, επειδή για τη χρήση τους απαιτείται λιγότερη εκπαίδευση. Προτιμώνται τα πιεσόμετρα που μετρούν την πίεση στον βραχίονα. Τα πιεσόμετρα καρπού και δαχτύλου δεν θεωρούνται αξιόπιστα και δεν συστήνονται. Προσοχή, τα ηλεκτρονικά πιεσόμετρα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άτομα που παρουσιάζουν αρρυθμίες, διότι οι μετρήσεις θα είναι λανθασμένες. Τα πιεσόμετρα πρέπει να ελέγχονται μία φορά κάθε χρόνο και όχι μόνον όταν παρουσιάζουν βλάβη.

Πως μετράμε την αρτηριακή πίεση; Απαιτείται ανάπαυση για 5 λεπτά στο κάθισμα πριν τη μέτρηση. Πάντοτε σε καθιστή θέση, με την πλάτη να ακουμπά στο κάθισμα, το χέρι χαλαρό στο ύψος της καρδιάς. Το μανίκι να μη σφίγγει το χέρι. Η περιχειρίδα να είναι η κατάλληλη για το χέρι του αρρώστου. Η περιχειρίδα να βρίσκεται 2-3 εκατοστά πάνω από τον αγκώνα και το ακουστικό να μην βρίσκεται κάτω από τον αεροθάλαμο. Ο αεροθάλαμος να ξεφουσκώνει σιγά-σιγά (2-3 mmHg/sec). Απαγορεύεται το τσιγάρο, ο καφές και η άσκηση 30 min πριν την μέτρηση, ενώ η ουροδόχος κύστη πρέπει να είναι άδεια. Η αρτηριακή πίεση να μετριέται και στα δύο χέρια και πρέπει να προσδιορίζεται και σε όρθια θέση.

Λάθη κατά τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης: Χέρι κρεμασμένο χωρίς υποστήριξη. Χέρι οριζόντιο χωρίς υποστήριξη. Μανίκι κάτω από τον αεροθάλαμο. Ακουστικό κάτω από τον αεροθάλαμο. Κέντρο αεροθαλάμου μακριά από αρτηρία.

Η αρτηριακή υπέρταση είναι η συχνότερη νόσος στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Ένας στους τρεις έχει υπέρταση και από τα άτομα άνω των 65 ετών ένας στους δύο έχει υπέρταση. Στο σύνολο του γενικού πληθυσμού στις Δυτικές κοινωνίες με βάση τα στοιχεία του ΠΟΥ η συχνότητα της υπέρτασης κυμαίνεται από 24-38% (στην Ελλάδα 2.000.000 άτομα είναι υπερτασικά και κάθε χρόνο περίπου 150.000  Έλληνες γίνονται υπερτασικοί. Πάνω από το >50% των υπερτασικών δεν το γνωρίζουν, ενώ ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό δεν βρίσκεται υπό θεραπεία).

Ορισμένοι ασθενείς εμφανίζουν αυξημένη αρτηριακή πίεση όταν μπαίνουν σε ιατρεία και η οποία μειώνεται όταν απομακρύνονται από το Ιατρικό περιβάλλον (διαπιστώνεται στο 30% αυτών που στο ιατρείο έχουν αυξημένη πίεση παρά το ότι παίρνουν 3 φάρμακα).

Παράγοντες που συμβάλλουν στην παρουσία της υπέρτασης; Τέτοιοι είναι το κληρονομικό ιστορικό, το φύλο (σε μικρές ηλικίες οι άνδρες έχουν συχνότερα υπέρταση και μετά την εμμηνόπαυση η υπέρταση διαπιστώνεται στα δύο φύλα ισότιμα). Σημαντικό ρόλο παίζει το σωματικό βάρος και η ηλικία (οι ηλικιωμένοι έχουν ο ένας στους δύο υπέρταση). Παίζει ρόλο η λήψη ορισμένων φαρμάκων (αντιφλεγμονώδη, αναβολικά, έκστασυ, κοκαΐνη, αποσυμφορητικά, στεροειδή), όπως και κάποιοι ηλεκτρολύτες (κάλιο, μαγνήσιο νάτριο). Τέλος σημαντικό ρόλο παίζει και η υπερβολική λήψη αλκοόλ.

Η υπέρταση κατά κανόνα δεν προκαλεί συμπτώματα, γι’ αυτό και οι Αμερικανοί την θεωρούν «βουβό δολοφόνο». Είναι μία αθόρυβη νόσος. Γίνονται ζημιές στα όργανα και κατόπιν διαπιστώνονται κάποια συμπτώματα. Ορισμένα συνήθη συμπτώματα που μπορεί να αποδοθούν στην υπέρταση είναι ο πονοκέφαλοι, οι ζαλάδες, τα βουητά στα αυτιά, οι εξάψεις, περισσότερες ρινορραγίες από το κανονικό, όμως δεν οφείλονται σ’ αυτή.

Η πίεση αλλάζει πολύ συχνά (δεν είναι σταθερή). Χρειάζονται αρκετές μετρήσεις για να «βαφτιστεί» κάποιος υπερτασικός. Όσο πιο κοντά βρίσκεται η πίεση κάποιου στο όριο που θεωρείται υπέρταση, τόσο πιο πολύ διάστημα παρακολούθησης χρειάζεται μέχρι να μπει η διάγνωση της υπέρτασης. Η καθημερινή μέτρηση δεν έχει κανένα νόημα. Μία έως δύο μετρήσεις την εβδομάδα είναι αρκετές. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας είναι κατάλληλη για μέτρηση της πίεσης (καλύτερα όμως το πρωί). Κάθε φορά πρέπει να γίνονται διπλές μετρήσεις με μεσοδιάστημα 1 λεπτό (η δεύτερη μέτρηση βρίσκει συνήθως χαμηλότερη πίεση).

Ο υπερτασικός ισχυρίζεται ότι η υπέρταση είναι νευρογενούς αιτιολογίας, άρα θεωρεί ότι δε μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό και ότι όταν δεν τον στεναχωρούν δεν υπάρχει κίνδυνος. Ο υπερτασικός επίσης ισχυρίζεται ότι καταλαβαίνει πότε αυξάνεται η πίεσή του. Αυτό κατά τη γνώμη του σημαίνει ότι μπορεί να αλλάζει μόνος του τη θεραπεία (δόσεις και φάρμακα). Νευροπίεση δεν υπάρχει (ή όλοι οι άνθρωποι έχουν νευροπίεση). Τα ηρεμιστικά είναι χρήσιμα μόνο σε αγχώδη άτομα με κρίσεις πανικού.

Ο ασθενής με υπέρταση χρειάζεται παρακολούθηση από υπερτασιολόγο (νεφρολόγος, καρδιολόγος, παθολόγος, γενικός γιατρός), καρδιολόγο, νεφρολόγο και οφθαλμίατρο. Στην αρχή χρειάζονται επισκέψεις στο γιατρό κάθε λίγες εβδομάδες. Οι καλά ρυθμισμένοι κάθε 6 μήνες. Άτομα με συνοδά προβλήματα (διαβήτη, υπερχοληστερολαιμία, αρτηριοσκλήρυνση, καρδιοπάθεια) χρειάζονται μία επίσκεψη ανά 2-3 μήνες. Η καλή συνεργασία γιατρού-αρρώστου είναι απαραίτητη για τη σωστή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης. Ο ηλικιωμένος υπερτασικός ασθενής χρειάζεται συχνότερη παρακολούθηση επειδή: α) παρουσιάζει συχνότερα παρενέργειες και β) χρησιμοποιεί συχνά και άλλα φάρμακα που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της αγωγής του.

Η επανεξέταση του υπερτασικού είναι απαραίτητη Εξαιτίας ανεπιθύμητων ενεργειών, για εκτίμηση της ποιότητας ζωής, για έλεγχο της συμμόρφωσης με τις οδηγίες, για εργαστηριακές εξετάσεις και για την πιθανότητα μεταβολής δόσεων των φαρμάκων. Τα γενικότερα οφέλη από τη συχνή ιατρική παρακολούθηση είναι: Τα νέα θεραπευτικά δεδομένα (όρια υπέρτασης κ.ά), η κυκλοφορία νέων φαρμάκων, η αντιμετώπιση παρενεργειών φαρμάκων (libido) κ.ά.

Γιατί η υπέρταση αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Διότι το 13,5% του συνόλου των θανάτων αποδίδονται στην υπέρταση και σε νόσους που σχετίζονται μ’ αυτή και τα καρδιαγγειακά αίτια θανάτου ευθύνονται για το 1/3 των θανάτων Παγκοσμίως. Το 2020 υπολογίζεται ότι η ισχαιμική καρδιακή νόσος και τα εγκεφαλικά επεισόδια (και τα δύο αποτέλεσμα της υπέρτασης) θα είναι το τέταρτο σημαντικότερο πρόβλημα υγείας στον Κόσμο. Η υπέρταση είναι ο σημαντικότερος τροποποιήσιμος παράγοντας για τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (ΑΕΕ), αφού αυξάνει τη  συχνότητά τους περίπου κατά 8% σε άτομα με διαγνωσμένη υπέρταση. Η υψηλή αρτηριακή πίεση αυξάνει τον κίνδυνο ισχαιμικού καρδιακού επεισοδίου κατά 3-4 φορές και υπολογίζεται ότι το 40% των οξέων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου ή των ΑΕΕ αποδίδονται την υπέρταση (277.000 θάνατοι το χρόνο στις ΗΠΑ οφείλονται στην υπέρταση).

Γενικά οι επιπτώσεις της υπέρτασης είναι: Στεφανιαία νόσος (αιφνίδιος θάνατος, έμφραγμα μυοκαρδίου), καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικά επεισόδια (η καλή ρύθμιση της υπέρτασης εξαλείφει τελείως τον κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο), περιφερική αρτηριοπάθεια (λ.χ. ανικανότητα), νεφρική ανεπάρκεια (είναι η δεύτερη αιτία τελικού σταδίου χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας που χρειάζεται κάθαρση) και αμφιβληστροειδοπάθεια (που οδηγεί μέχρι την τύφλωση). Σημειώνεται ότι η καλή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης εξουδετερώνει πλήρως τους κινδύνους από την αυξημένη πίεση.

Είναι χρήσιμοι ορισμένοι κανόνες σε σχέση με τη θεραπεία της υπέρτασης. Έτσι τα αντιυπερτασικά πρέπει να χορηγούνται καθημερινά, αμέσως μετά το πρωινό ξύπνημα (ποτέ ημέρα παρά ημέρα). Δεν πρέπει να γίνονται αλλαγές από τους αρρώστους, επειδή η πίεση βρέθηκε αυξημένη ή χαμηλή και ο ασθενής που άρχισε θεραπεία σπάνια θα μπορέσει να την διακόψει αν πράγματι είναι υπερτασικός (την χρησιμοποιεί σε όλη του τη ζωή). Διακόπτεται μόνο αν λανθασμένα θεωρήθηκε υπερτασικός.

Δεν υπάρχει ίαση της υπέρτασης. Η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής δεν πρέπει να γίνεται βιαστικά και με βάση περιστασιακές μετρήσεις της πίεσης. Για να θεωρηθεί ότι ένα αντιυπερτασικό φάρμακο δεν πέτυχε το σκοπό του, πρέπει να χορηγηθεί στη μέγιστη δόση και να περάσει ένα διάστημα 1 μήνα χορήγησής του. Ο γιατρός πρέπει και μπορεί να χρησιμοποιεί τα φάρμακα που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση και παράλληλα δεν έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε άλλες παθήσεις του ασθενούς ή που βοηθούν και άλλες παθήσεις του. Τα φάρμακα τα δίνει μόνο ο γιατρός και η θεραπεία της υπέρτασης είναι εξατομικευμένη και δεν πρέπει να θεωρεί ο άρρωστος ότι τα φάρμακα του γείτονα «που είναι καλά» είναι κατάλληλα και γι’ αυτόν.

Δεν πρέπει να πανικοβάλλεστε όταν βρίσκεται αυξημένη πίεση ορισμένες φορές. Ηρεμίστε και θα μειωθεί (αυτό είναι παροδικό φαινόμενο). Η υπέρταση κάνει θρομβώσεις και όχι αιμορραγίες στον εγκέφαλο. Η θεραπεία της υπέρτασης δεν είναι όπως η θεραπεία του πονοκέφαλου (παίρνεις ασπιρίνη όταν πονάς). Αυτό είναι λάθος (τα υπογλώσσια απαγορεύονται).

Τα πορτοκάλια μειώνουν την πίεση (έχουν κάλιο). Ο καφές αυξάνει λίγο την πίεση (όχι στους εθισμένους στον καφέ). Το σκόρδο μειώνει την πίεση (αλικίνη), όμως υπάρχουν προβλήματα (άσχημη μυρωδιά, αδυναμία προσδιορισμού δόσης, μη σταθερή δόση ανά χάπι -όταν λαμβάνεται χάπι).

Ορισμένες αλλαγές του τρόπου ζωής είναι χρήσιμες για τη ρύθμιση της αρτηριακής υπέρτασης, όπως η κατανάλωση αλατιού (μείωση στα 5 gr NaCI κατά ΠΟΥ), η μείωση του σωματικού βάρους (5 φορές συχνότερη σε παχύσαρκούς), η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας (30 λεπτά την ημέρα αεροβική φυσική άσκηση για τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας), η διακοπή του καπνίσματος και η μείωση του στρες (Yoga, διαλογισμός). Ακόμη πιο σωστή είναι η διατροφή που είναι πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, γαλακτοκομικά με χαμηλά λιπαρά και φτωχή σε λιπαρά.

Η πίεση στους υπέρβαρους και παχύσαρκους αποτελεί συχνό πρόβλημα. Στον κόσμο όλο 1.400.000.000 άτομα είναι υπέρβαρα και 500.000.000 παχύσαρκα. Στην Αμερική πάνω από τα 2/3 του ενήλικα πληθυσμού είναι παχύσαρκοι (πληθυσμός 320.000.000).

Η αποτυχία ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης οφείλεται κυρίως στη μη συμμόρφωση του αρρώστου με τις οδηγίες του γιατρού του. Οι υπερτασικοί δε συμμορφώνονται επειδή νομίζουν ότι η υπέρταση οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια και επειδή πιστεύουν ότι αντιλαμβάνονται κάθε αύξηση της πίεσης. Δυστυχώς όμως υπάρχει δυσκολία στη μακροχρόνια τήρηση των μη φαρμακευτικών μέτρων μείωσης της αρτηριακής πίεσης. Πάνω από το 50% των υπερτασικών ασθενών διακόπτουν τα φάρμακά τους μέσα σε 6 μήνες από την έναρξη λήψης τους.

Σήμερα ξοδεύονται 8,2 δισεκατομμύρια δολάρια για αντιυπερτασικά φάρμακα/έτος, τα οποία αποτελούν το 26% του κόστους θεραπείας της υπέρτασης. Γι αυτό καλό θα ήταν να έφερνε αυτό το κόστος κάποιο καλό αποτέλεσμα στην υγεία των ανθρώπων και την μακροζωία τους.